Search

ἀπὸ Ἔμμα Λάζαρους

Ὄχι σὰν τὸ μπρούστινο γίγαντα ἀπὸ ἑλληνικὴ φήμη,
Μὲ νικητήρια μέλη καβαλευτικὰ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα·
Ἐδῶ στὶς πόρτες μας τὶς περιβρεγμένες
ἀπὸ τὴ θάλασσα, τὶς ἡλιοβασιλεμένες
Θὰ στέκεται μιὰ δυνατὴ γυναῖκα
μὲ μιὰ δᾶδα, ποὺ ἡ φλόγα της
Εἶναι ἡ ἀστραπὴ ἡ φυλακισμένη, καὶ
ποὺ ἐπονομάζεται
Μητέρα τῶν Ἐξορισμένων. Ἀπὸ τὸ
φάρινό της χέρι
Λάμπει ἡ ὑποδοχή της ἁπλωμένη σ᾿ ὅλο
τὸν κόσμο· τὰ μάτια της τὰ ἤπια της
δεσπόζουν
Τοῦ λιμανιοῦ τοῦ γεφυρωμένου ἀπὸ
τὸν ἀέρα
Ποὺ τὸ πλαισιώνουν δίδυμες μεγαλούπολεις.
“Κρατῆστε, ἀρχαῖες χῶρες, τὴ χιλιοτρα- γουδισμένη σας μεγαλοπρέπεια!”
ἀνακράζει ἐκείνη
Μὲ σιωπηλὰ χείλη. “Δῶστε μου τοὺς κουρασμένους σας, τοὺς φτωχούς σας,
Τὶς κουβαριασμένες σας μᾶζες, ποὺ λαχταροῦν ν᾿ ἀναπνεύσουν ἐλεύθερα,
Τ᾿ ἄθλια ἀπορρίμματα τῆς ὄχθης σας ποὺ ξεχειλίζει.
Ἐκείνους τοὺς στεῖλτε σ᾿ ἐμένα ποὺ δὲν ἔχουν
πατρίδα, τοὺς ἀνεμοδαρμένους,
Τὴ λάμπα μου τὴ σηκώνω δίπλα στὴ χρυσῆ
πόρτα!”